Μαρία Βραχιονίδου

«Θεωρώ, υποσυνείδητα τουλάχιστον, την αφήγηση ως το καλύτερο μέσο για να ξεμπλέξουμε το μπλεγμένο κουβάρι του ακατανόητου κόσμου, για να νοηματοδοτήσουμε και να εξηγήσουμε την πορεία της ζωής μας».




Η Μαρία Βραχιονίδου  είναι γλωσσολόγος, κοινωνική ανθρωπολόγος, εργάζεται ως ερευνήτρια στο κέντρο Ερεύνης Ελληνικών Διαλέκτων και Ιδιωμάτων της Ακαδημίας Αθηνών. Είναι αφηγήτρια και δασκάλα στη Σχολή Αφηγηματικής Τέχνης.
Η εμπλοκή της με την αφήγηση ήρθε στη ζωή της εντελώς απρόσμενα και την οδήγησε σε μια χαρούμενη σύνθεση με την μέχρι τότε ακαδημαϊκή της πορεία, μια σύνθεση που ενώνει την επιστήμη με την τέχνη, αυτή που προτάσσει πάνω απ΄όλα τον Λόγο, εκείνον τον λόγο που έχει «λόγο να λέγεται» και που δίνει νόημα στα πράγματα.
Από το 2010 ασχολείται και με την θεωρητική μελέτη της αφήγησης-ερμηνευτική προσέγγιση του αφηγηματικού λόγου και συμβολισμοί.
Θεωρεί την αφήγηση ως το καλύτερο μέσο για να ξεμπλέξουμε το μπλεγμένο κουβάρι του ακατανόητου κόσμου, για να νοηματοδοτήσουμε και να εξηγήσουμε την πορεία της ζωής μας.




Αποτελούσε πάντα η αφήγηση σημαντικό κομμάτι στη ζωή σου; Άκουγες ανέκαθεν παραμύθια;

Όχι, κάθε άλλο. Μεγάλωσα σε αστικό περιβάλλον όπου το λαϊκό παραμύθι ήταν ουσιαστικά εξορισμένο. Στο σπίτι μας βέβαια κυκλοφορούσαν βιβλία με παραμύθια που μας διάβαζαν οι μεγάλοι, αλλά ακόμα και σε εκείνη την ηλικία κάτι με ξένιζε σ' αυτές τις μελιστάλαχτες Χιονάτες και Κοκκινοσκουφίτσες. Αυτές οι ωραιοποιημένες, λογοκριμένες, εισαγόμενες από τη Δύση παραλλαγές τους μου φαίνονταν ξένες και ψεύτικες. Μου έλειπε η εκδοχή που θα μπορούσα να κάνω δικιά μου, που θα πατά στο δικό μου τόπο -όπως μου έλειπε και η αίσθηση του χωριού, μια και εμείς δεν είχαμε: τα δικά μας χώματα βρίσκονταν όλα από την άλλη μεριά του Αιγαίου. Όταν πια ενήλικη ασχολήθηκα με το παραμύθι και ήρθα σε επαφή με τις άπειρες παραλλαγές του κατάλαβα πως αυτή η πρώτη εντύπωση ήταν δικαιολογημένη.
Αντίθετα, οι ήρωες της ελληνικής μυθολογίας μού φαίνονταν τόσο οικείοι όσο οι συγγενείς μου. Κι ούτε θυμάμαι ποιος μου πρωτόπε γι' αυτούς. Ήταν σαν να τους ήξερα από πάντα, πριν να περπατήσω ή να μιλήσω έμοιαζε οι περιπέτειες του Οδυσσέα ή του Ηρακλή να είναι κιόλας γνωστές, και οι Ολύμπιοι θεοί μια προέκταση της οικογένειας: η Ήρα ίδια η θεία Θάλεια και ο Ερμής τζαναμπέτης σαν τον γιο της κυρά Νανάς της γειτόνισσας.
Όμως η πραγματική επαφή με την αφήγηση δεν είχε να κάνει ούτε με τα παραμύθια ούτε καν με τους μύθους αλλά με τις πραγματικές ιστορίες «από την πατρίδα» που αφηγούνταν σε μένα και την αδερφή μου η γιαγιά μας η Μικρασιάτισσα. Ιστορίες για το αρχαίο άγαλμα του γυμνού κοριτσιού που βρήκε ο πατέρας της στ' αμπέλι τους και μη ξέροντας τι να το κάνει το 'στησε στην κεντρική σάλα του σπιτιού• για τις τουρκοπούλες γειτόνισσες που έκρυψαν στο κελάρι τους για να τις σώσουν από τον ελληνικό στρατό• κι ύστερα για τη φωτιά της Σμύρνης που είδε, εξάχρονο κοριτσάκι, και τους Τούρκους που 'σερναν έναν παπά απ' τα γένια, για το κομπολόι που 'παιζε στα δάχτυλα ένας στρατιώτης κι αντί για χάντρες είχε ρώγες κομμένες από τα στήθη των κοριτσιών, για την πρώτη φορά που αντίκρισε τη θάλασσα - κι ήτανε κόκκινη... Κι όλα αυτά τα φοβερά και τρομερά να τα λέει με μια απίστευτη φυσικότητα η γιαγιά, την ώρα που καθάριζε φασολάκια ή έπλαθε κεφτέδες.. Και να 'χει, παρόλη την πίκρα, μια καρδιά μεγάλη, ανοιχτή για όλους κι ένα κέφι αστείρευτο που την έκανε σαν άκουγε κάναν ανατολίτικο σκοπό στο ραδιόφωνο να αφήνει την κατσαρόλα και να πετάγεται, κοντή και στρουμπουλή, με την ποδιά δεμένη γύρω από τη μέση, για να χορέψει τον καρσιλαμά με χάρη που καμιά χορεύτρια δεν θα μπορούσε να φτάσει.
Αυτές λοιπόν οι ιστορίες, αυτές οι εμπειρίες, γράφτηκαν μέσα μου ανεξίτηλα και μου δημιούργησαν έναν θαυμασμό για ό,τι αληθινό μπορεί να λέγεται «σαν παραμύθι» μα και για όποιο παραμύθι μπορεί να λέγεται «σαν πραγματικότητα». Και ακόμη λειτούργησαν ως βάση για να θεωρώ, υποσυνείδητα τουλάχιστον, την αφήγηση ως το καλύτερο μέσο για να ξεμπλέξουμε το μπλεγμένο κουβάρι του ακατανόητου κόσμου, για να νοηματοδοτήσουμε και να εξηγήσουμε την πορεία της ζωής μας.

Η εμπλοκή σου όμως με την αφήγηση ήρθε αρκετά αργότερα, έτσι δεν είναι; Πότε και πώς έγινε αυτό;
Πράγματι, η τέχνη της αφήγησης ήρθε τελείως απρόσμενα στη ζωή μου και με μια ορμή αιφνιδιαστική άναψε έναν δαυλό που φώτισε τις σκοτεινές γωνιές του μυαλού και της καρδιάς μου που δεν είχα τολμήσει ως τότε να εξερευνήσω. Ουσιαστικά διένυα μια φάση που είχα μπουχτίσει από τη σοβαροφάνεια της επιστημοσύνης που με περιέβαλλε και από τον ακαδημαϊκό μου κύκλο και αναζητούσα κάτι ουσιώδες, κάτι που να μου δίνει την αίσθηση ότι έχει πραγματικά νόημα, τόσο για μένα όσο και για τους άλλους. Επιπλέον ήταν μια εποχή που άξαφνα προέκυψαν αναπάντεχα προβλήματα, υγείας και οικογενειακά. Οπότε, δεν ήμουν καθόλου συγκεντρωμένη στα τεκταινόμενα, όταν, λόγω ανειλημμένης υποχρέωσης βρέθηκα να συμμετέχω σε ένα διεθνές συνέδριο. Τότε όμως, στο καλλιτεχνικό πρόγραμμα του συνεδρίου, εμφανίστηκε ένας Ισραηλινός αφηγητής κι άκουσα για πρώτη φορά αφήγηση. Και αμέσως κατάλαβα πως αυτό ακριβώς θέλω να κάνω κι εγώ στη ζωή μου, πως αυτό είναι κάτι που με αφορά. Ύστερα το ένα έφερε το άλλο με μια απίστευτη ευκολία σαν από το χέρι κάποιου μαγικού ενορχηστρωτή. Την επόμενη κιόλας μέρα έπεσα πάνω στην ανακοίνωση της Σχολής Αφηγηματικής Τέχνης που τότε ξεκινούσε το νέο της τμήμα. Η διετής φοίτηση εκεί αποτέλεσε εμπειρία ζωής που μεταξύ άλλων μου έμαθε, με τρόπο συγκινητικά βιωματικό, τι θα πει συνεργασία, ομαδική δουλειά, δάσκαλος εμπνευσμένος και φωτεινός που συντροφεύει και καθοδηγεί ταπεινά, χωρίς υπεροψία. Σιγά σιγά, και με αφετηρία το κοινό όραμα για το παραμύθι και την αφήγηση που μοιράζομαι με τους υπόλοιπους συντελεστές, οδηγήθηκα σε μια σταθερή συνεργασία με το Κέντρο Μελέτης και Διάδοσης Μύθων και Παραμυθιών, αλλά και με τη Σχολή Αφηγηματικής Τέχνης όπου πλέον είμαι εκπαιδεύτρια.

Τελικά λοιπόν συνδυάζονται ο επιστημονικός λόγος και ο λόγος της αφήγησης; Ή αντιτίθενται ο ένας στον άλλο;
Όπως είπα, η αρχική μου ενασχόληση με την αφήγηση προέκυψε ως τομή και απάντηση στην επιστημονικοφάνεια και όχι ως εμβάθυνση στον επιστημονικό λόγο. Σιγά σιγά όμως, όταν άρχισα να εντρυφώ στον κόσμο των παραμυθιών και στον παραμυθιακό λόγο, η πρώτη αυτή αντίθεση αμβλύνθηκε, η αντίδραση κάμφθηκε και αναδύθηκε μια χαρμόσυνη σύνθεση, που μ' έκανε να νιώσω ανακούφιση. Μια σύνθεση που ενώνει την επιστήμη με την τέχνη, αυτή που προτάσσει πάνω απ' όλα το Λόγο, εκείνον το λόγο που έχει «λόγο να λέγεται», που προηγείται της διάσπασης του κόσμου, που δίνει νόημα στα πράγματα και δημιουργεί μια συνεπαγωγή ενότητας. Όταν σπούδαζα Γλωσσολογία είχα εντυπωσιαστεί, θυμάμαι, από τη συζήτηση γύρω από το αν είναι ο λόγος μόνο ανθρώπινο προνόμιο ή υπάρχουν και άλλα έμβια όντα που μπορούν να αναπτύξουν κώδικα επικοινωνίας. Στα παραμύθια ωστόσο, τα ζώα, τα πουλιά μιλάνε! Κι είναι αυτή μια τόσο ανατρεπτική λογική που μοιάζει το ερώτημα να μην έχει πια νόημα. Ίσως δηλαδή να μην είναι ο λόγος που μας κάνει ανθρώπους αλλά η ικανότητά μας να πλάθουμε ιστορίες κι έτσι να βάζουμε σε τάξη το χάος του κόσμου γύρω μας. Άλλωστε, αν δεν κάνω λάθος, κάπου γράφει ο Φρόιντ: «Ο πολιτισμός ξεκίνησε όταν για πρώτη φορά ένα θυμωμένο άτομο πέταξε μια λέξη αντί για μια πέτρα».

«Αγώνας και Ελευθερία». Αυτή είναι η θεματική της φετεινής Γιορτής Παραμυθιών. Τι σημαίνουν αυτές οι δύο λέξεις για σένα;
Η Ελευθερία θεωρώ πως είναι η απόλυτη πανανθρώπινη αξία και το προαιώνιο παγκόσμιο ιδανικό. Προηγείται του έρωτα, της αγάπης, της δικαιοσύνης. Είναι η βάση για να χτιστούν όλα τα άλλα. Είναι όμως και μια αξία άπιαστη. Εφόσον υπάρχει θάνατος, αρρώστια, φθορά, ποτέ κανείς δεν μπορεί να είναι πραγματικά ελεύθερος. Ελεύθερος είναι μόνο ο Θεός - γι' αυτό και όταν νιώθω ελεύθερη, νιώθω έναν μικρό θεό να γεννιέται μέσα μου, νιώθω μια γεύση αιωνιότητας. Ο Αγώνας τώρα είναι η ανθρώπινη, η ρεαλιστική εκδοχή της κατάκτησης της Ελευθερίας. Και δεν σκέφτομαι εδώ μόνο επαναστάσεις, υψωμένες γροθιές και μάχες μέχρις εσχάτων. Ο άνθρωπος που τοποθετείται κάθε μέρα σε διλήμματα μικρά ή μεγαλύτερα, αυτός που ανοίγει δρόμο ακόμα κι αν όλα μοιάζουν μπροστά του αδιέξοδα, εκείνος που τολμά να «συλλογάται ελεύθερα» είναι ο γνήσιος αγωνιστής, ο ήρωας του σύγχρονου παραμυθιού της ζωής. Κι είναι και κάτι άλλο που, τουλάχιστον σε μένα, συμβαίνει συχνά: Κάθε φορά που η πραγματικότητα με πληγώνει, έρχεται το κατάλληλο παραμύθι για να μου φέρει πίσω την ελπίδα, να με ξαναβαφτίσει με το αθάνατο νερό της ομορφιάς της ζωής.

Τι σε συγκίνησε στην ιστορία της Ιζαμπέλε Έμπερχαρντ και σε οδήγησε να την αφηγηθείς στη 15η Γιορτή Παραμυθιών;
Από την πρώτη φορά που άκουσα, χρόνια πριν, την ιστορία αυτής της νέας γυναίκας των αρχών του 20ού αιώνα, εντυπωσιάστηκα τόσο πολύ που την κουβαλώ μέσα μου ως σύμβολο και ως αγαπημένη ηρωίδα. Πρόκειται για την εξαιρετική περίπτωση όχι μιας γυναίκας μόνο αλλά ενός ανθρώπου που έζησε πέρα από κάθε μέτρο, που έσπασε κάθε ταμπού (των περιορισμών του φύλου της, της τάξης της, των θρησκευτικών και κοινωνικών ορίων, των οικογενειακών δομών) και έκανε κυριολεκτικό βίωμα την ελευθερία. Είναι μια ηρωίδα που έζησε τελείως εκτός εποχής, μια προσωπικότητα που, όπως και οι ήρωες των παραμυθιών, κινήθηκε έξω και πέρα από το χρόνο και τον τόπο, χαράζοντας πορεία σε αχαρτογράφητα νερά. Εφόσον λοιπόν η φετεινή Γιορτή έχει θέμα την Ελευθερία, θεώρησα πως ήρθε η στιγμή να γίνει η ιστορία της γνωστή στο ευρύτερο κοινό, γιατί λίγοι νομίζω τη γνωρίζουν. Έτσι τη μετέτρεψα σε αφήγηση και με τη μουσική συνοδεία της Ειρήνης Νικολακοπούλου ετοιμαζόμαστε να την παρουσιάσουμε αυτό το καλοκαίρι στη Τζια. Ελπίζω όσοι την ακούσουν να νιώσουν έστω και για λίγο τον ίδιο άνεμο ελευθερίας που έπνεε στη ζωή της Ιζαμπέλε, και, όπως εκείνη, να δώσουν χώρο στην εσωτερική τους φωνή.